Πέμπτη 16 Απριλίου 2009

Μεγάλη Παρασκευή των παθών και του πάθους

Ένα διάλλειμα για τη γλύκα της Μεγάλης Παρασκευής. Μετά τις γιορτές, η βλακεία σε συνέχειες, που έχουμε ξεκινήσει. Θα συνεχίσουνε την αντίσταση κατά της βλακείας της εξουσίας γιατί όπως κλείνω και στο χθεσινό, δεν είναι για γέλια αλλά για κλάματα.
Υπάρχουν κάποια κείμενα που έχουν αγαπηθεί ιδιαιτέρα από τους αναγνώστες, για όσους δεν έτυχε να το διαβάσουν ένα παλαιότερο αγαπημένο.
Η γλύκα της Μεγάλης Παρασκευής του 1972, επίστρωση από μέλι, στις αποθήκες της ψυχής μου. Αν το Τζουκ - μποξ είχε σε δισκάκι το «Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος…» το χαρτζιλίκι μου, μόνο γι’ αυτό θα ήταν διαθέσιμο, να παίζει και ξαναπαίζει για να μου δίνει φτερά και να κόβω βόλτες στον αέρα. Θυμάμαι έσπασα το πένθιμο κερί που φάνταζε αναστάσιμη λαμπάδα όταν τα παιδικά βλέμματα συναντηθήκαν, ενώ θα έπρεπε να κοιτάζουν ταπεινά προς τα κάτω, τι στιγμή, που ο παπάς θυμιάτιζε. Και ξαφνικά αυτή η ιερή ζεστή σιωπή, η ντυμένη μόνο ανάσες και συρίγματα και μυρωδιές αγγελικές μεταμορφώνεται…Ξαφνικά ρίχνεται με πάθος στην ανθρώπινη φωνή και σκιρτά έναν …έρωτα…, ένα πάθος δυνατό που προκαλεί ρίγος…, αμηχανία, τρέμουλο, βιαστικό χτύπο στην καρδιά… Μια μελωδία…τι μελωδία…τι ήχοι ακούγονται…τι στίχοι…Λόγια που σίγουρα γεννήθηκαν μονομιάς,… μέσα σε μια στιγμή σα χείμαρρος, χωρίς σκέψη, χωρίς επιφύλαξη, χωρίς σκοπό…Λόγια που μόνο το πάθος της ψυχής γεννά…
Ω γλυκύ μου έαρ…γλυκύτατόν μου τέκνο, που έδει σου το κάλος..»
Γιατί λέτε με απασχολεί ο χρόνος; Είναι το βάρος, που μεγαλώνει και ώμοι που αδυνατίζουν. Μακάρι και το μυαλό να μπορούσε να σβήσει τα ένδοξα χρόνια της νεότητας μας και να προσαρμοστεί στην σκληρή πραγματικότητα. Όμως ζηλεύει τις στιγμές εκείνες και επιχειρεί που και που να τις ξαναζήσει. Κάθε απόπειρα και μια ανώμαλη προσγείωση, γιατί μπορεί να υπάρχουν και έρωτες γεροντικοί, αυτοί όμως συμπληρώνουν τη λίστα των ασθενειών, που έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους. Η απογοήτευση μεγαλώνει, όταν το γεμάτο πορτοφόλι σε προτρέπει να ενισχύσεις τα όμορφα κορίτσια εξ ανατολών, μόλις το καμπανάκι χτυπήσει λήξη του πληρωμένου χρόνου, πάλι το μυαλό γυρίζει πίσω εκεί που μέτραγε η ομορφιά της νεότητας μας. Είχα διαβάσει χθες ένα άρθρο για το παλιμπαιδισμό, και θυμήθηκα την πρώτη γενιά των εντιμότατων φίλων μου, γι’ εαυτό και η παραπάνω αναφορά. Παρακάτω μια συμπλέουσα με τις απόψεις μου, σε μεταμεσονύκτια ραδιοφωνική εκπομπή.
«Καρδιά μου εγώ, μιλιά μου εγώ, παρελθόν μου εγώ, βλακεία μου εγώ. Η αποθέωση του δύο είναι το ένα και μόνο του. Μεγαλώσαμε. Δεν μπαίνει θέμα. Θυμάμαι, παραμόνευα τον ίσκιο μιας λέξης, ούτε καν τη λέξη την ίδια, για να βγάλω φτερά και να κόβω βόλτες στον αέρα. Θυμάμαι ήταν αρκετή η υποψία ενός βλέμματος, ούτε, καν το ίδιο το βλέμμα, για να τα παρατήσω όλα σύξυλα και να έρθω να φύγουμε για οπουδήποτε. Τώρα είναι αλλιώς. Άρχισαν οι μιζέριες, Και; Τι ώρα μου είπες; Δεν γίνεται λίγο αργότερα; Αν το κάνουμε αύριο πειράζει; Έλα, τα λέμε. ‘Όχι, δεν γέρασε η αγάπη. Η καρδιά άσπρισε».

Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

Περί βλακείας

Θα συνεχίζουμε και μεγαλοβδόμαδα, γιατί μπορεί η βλακεία να είναι ανίκητη, τα όπλα όμως πρέπει να τα τιμήσουμε. «Δύο πράγματα είναι ατελείωτα: το σύμπαν και η βλακεία του ανθρώπου, όμως για το σύμπαν δεν είμαι ακόμα σίγουρος». Αυτή η φράση, αποδίδεται στον Άλμπερτ Αϊνστάιν.
Ο μοναδικός που κατάφερε να δώσει έναν πειστικό ορισμό στη βλακεία ήταν, το 1988, ο ιστορικός και οικονομολόγος Κάρλο Τσιπόλα: βλάκας είναι αυτός που προκαλεί ζημιά σε κάποιον άλλο αλλά παράλληλα δεν πετυχαίνει κάποιο πλεονέκτημα για τον εαυτό του ή ακόμα και υφίσταται ζημιά και ο ίδιος. «Η ζωή μας είναι γεμάτη απώλειες χρήματος, χρόνου, ενέργειας, ησυχίας και καλής διάθεσης, λόγω των απίθανων πράξεων κάποιου παράλογου πλάσματος που μας τυχαίνει τις πιο απρόσμενες στιγμές και ζημιώνει, ακυρώνει και δυσκολεύει τη ζωή μας, χωρίς να έχει απολύτως τίποτα να κερδίσει από τις πράξεις του», γράφει ο Τσιπόλα. Ένα πράγμα είναι λοιπόν ξεκάθαρο: η βλακεία έχει μια ευκρινή κλίση να μεταφράζεται σε πράξεις, και αυτό την καθιστά επικίνδυνη.
Η βλακεία είναι ασυναίσθητη και υποτροπιάζει. «Ο κίνδυνος της βλακείας προέρχεται από τον βλάκα που δεν ξέρει ότι είναι βλάκας», εξηγεί ο Τσιπόλα. «Αυτό δίνει μεγαλύτερη δύναμη και αποτελεσματικότητα στην καταστρεπτική δράση της». Ο βλάκας δε γνωρίζει τα όριά του, παραμένει προσκολλημένος στις πεποιθήσεις του και δεν ξέρει πώς να αλλάξει, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνει επ’ άπειρον τα ίδια λάθη.

Σε κλινικό επίπεδο, η βλακεία είναι η χειρότερη ασθένεια, γιατί είναι αθεράπευτη. Ο βλάκας έχει την τάση να επαναλαμβάνει πάντα την ίδια συμπεριφορά, γιατί δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη ζημιά που προκαλεί και συνεπώς δεν μπορεί να αυτοδιορθωθεί. Ο βλάκας είναι σαν τα διαμάντια: παντοτινός.
Υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας που γιγαντώνει τη βλακεία: η εξουσία. «Η εξουσία αποβλακώνει», έγραψε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε. Τα άτομα που έχουν εξουσία τείνουν να πιστεύουν ότι, ακριβώς επειδή έχουν εξουσία, είναι οι καλύτεροι, οι πιο ικανοί, οι πιο έξυπνοι, οι πιο σοφοί από όλη την ανθρωπότητα. Εξάλλου, περιστοιχίζονται από αυλικούς, οπαδούς και κερδοσκόπους, που ενισχύουν διαρκώς αυτή την ψευδαίσθηση. Με αυτό τον τρόπο όποιος βρίσκεται στην εξουσία καταλήγει να διαπράττει κατά γενική ομολογία τις μεγαλύτερες ανοησίες. Γι’ αυτή τη βλακεία ο λόγος που, δεν προκαλεί γέλια αλλά κλάματα…

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

Είμαστε από χέρι χαμένοι

Είναι ο εγωισμός, είναι η αξιοπρέπεια, είναι η αριστοκρατία με την καλή την έννοια, είναι που φθάσαμε πενήντα και ντρεπόμαστε τα παιδιά μας, είναι αυτή η ξεροκεφαλιά που κουβαλάμε αρνούμενοι να ξεπουληθούμε τώρα στα ξωκέντια; Δεν ξερώ, για κείνο που είμαι βέβαιος, είναι ότι από χέρι είμαστε χαμένοι.
«Όποιος κρύβει στην καρδιά του τόση νύχτα ξέρει, γνωρίζει, εννοεί. Πάλι σε νύχτα θα βγει, πάλι τα χαρτιά δεν θα βγαίνουν, η τράπουλα θα είναι σημαδεμένη, αλλά εμείς εκεί: την ώρα της αιχμής και ενάντια στο ρεύμα. Θα ανάβουμε τσιγάρο δίπλα σε φιάλες οξυγόνου, θα περπατάμε ξυπόλητοι στα γυαλιά, θα πέφτουμε από τον τέταρτο για μια αγάπη που δεν, θα αφιερώνουμε τη ζωή μας στους πειρατές της καρδιάς μας. Χαμένοι από χέρι, αλλά με τον τρόπο μας γενναίοι. Τρομοκρατημένοι αλλά αμετακίνητοι: στις αρχές μας στις ήττες μας, στην καρδιά μας. Συλλέγοντας τα ράκη των αισθημάτων μας - όπου κι αν βρούμε».
Μπορεί τα εντός εισαγωγικών να έχουν άλλα κίνητρα, το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο. Είμαστε από χέρι χαμένοι.
Χαμένοι γιατί το επιλέξαμε, αφού ξέρουμε και γνωρίζουμε και εννοούμε, αλλά και τα καταφέρνουμε να μετατρέψουμε την ήττα σε νίκη.
Τα εκτός εισαγωγικών αποτελούν συνέχεια στην εισαγωγή της αναμονής. Όταν ο αρχηγός της μαλακίας σε θέλει στην παρέα του, πρέπει να σε προβληματίζει, όταν σε χειροκροτεί κράτα και πισινή. Αντίθετα όταν σε απορρίπτει ετοιμάσου για το παράσημο της τιμής.
Είμαστε από χέρι χαμένοι, γιατί αρνούμαστε να κάνουμε τέτοιες παρέες, γιατί την θέση μας την διεκδικούμε και την απαιτούμε, γιατί δεν γλύφουμε, δεν παρακαλούμε, δεν ξεπουλάμε ότι καταχτήσαμε. Καλλίτερα γενναίοι και ηττημένοι παρά «νικητές» και ταπεινωμένοι.
Μπορεί η αναμονή να ανήκει στα βαρέως ανθυγιεινά επαγγέλματα, όμως στην προκειμένη περίπτωση θα συνεχίσουμε να σας κρατάμε σε αγωνία, θυσιάζοντας πολλά και κυρίως το νευρικό μας σύστημα.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Τη φτώχια που μας έχει γονατίσει Τη νοιώθω μεγαλύτερη ντροπή

Εβδομάδα των παθών από σήμερα, όπως και οι προηγούμενες εβδομάδες, για τους ταπεινούς και καταφρονημένους, για τους φτωχούς και τους συμβασιούχους. Στα ήδη γνωστά προβλήματα, αυτές οι μέρες προσθέτουν και το συναισθηματικό βάρος. Το βάρος όχι βεβαία από τα πάθη του Χριστού, αλλά από την ανάγκη που φτάνει στα όρια της ντροπής «Τη φτώχια που μας έχει γονατίσει την νοιώθω μεγαλύτερη ντροπή» για να θυμηθούμε και το μεγάλο Άκη Πάνου, που σε αντίθεση με τις μελιστάλαχτες ελληνικές ταινίες περιέγραψε σε μια στροφή την πραγματικότητα.
Αυτές τις μέρες η μόνη παρηγοριά μας οι ποιητές. «Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό». Μας προτείνει ο Οδυσσέας Ελύτης. Και επειδή η εβδομάδα των παθών, όπως την αισθάνεται κανείς, προσφέρεται για εσωτερικές αναζητήσεις, παρέα με τους ποιητές αυτές τις μέρες γιατί η ντροπή δεν αντέχεται.
«Για τον ποιητή είτε βραδιάζει είτε φέγγει μένει λευκό το γιασεμί. Όταν οι ποιητές είναι μακριά δεν υπάρχουν ούτε μήνες ούτε μέρες. Ποιος θα καταγράψει τις λύπες μας, ποιος θα πενθήσει τις χαρές μας; Τα ημερολόγια φυλλορροούν και ο χρόνος, άδειος και ακατοίκητος, σαν αφόρετο ρούχο, κρέμεται πίσω από την πόρτα, μην χτυπάτε, δεν ανοίγει σε πόλεις χωρίς ποιητές. Μην του μιλάτε, δεν απαντά σε ανθρώπους που σκότωσαν τα αηδόνια τους.» Τα εντός εισαγωγικών από μια πονεμένη ψυχή που βάζει την ποίηση σημαιοφόρο των τεχνών.
Την εβδομάδα των παθών, που η επικαιρότητα περιμένει, να βγουν οι επιτάφιοι, για να ανταλλάξουμε εν συνεχεία το φιλί του Ιούδα, το όνειρο μόνο οι ποιητές έχουν την δύναμη, να το περάσουν στις αισθήσεις. «Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε καρδιά μου πως αντέχεις μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές;»
Πως αλλιώς θα μπορέσει να αντέξει το βάρος των ημερών η καρδιά. Πως αλλιώς, με τόσους Ιούδες, που βρίσκονται ανάμεσα μας και καλύπτονται πίσω από την λαστιχένια πολιτική, θα κρατήσουμε τον θυμό μας; Αλλά γι’ αυτούς που θέλουν να πιστεύουν ότι μπορούν να ψεύδονται να εγκληματούν να προδίδουν να υβρίζουν να λοιδορούν να παίζουν με τον ανθρώπινο πόνο, κάτω από την ασυλία της «πολιτικής», θα είμαστε εδώ κάθε μέρα για τους αποδείξουμε, ότι κάποια στιγμή τα πολιτικά εγκλήματα δεν παύουν να είναι εγκλήματα και πρέπει τιμωρούνται…
.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...