Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Έχεις δίκιο…

Έχεις δίκιο, λέμε εν κατακλείδι μιας κουβέντας, που δεν θέλουμε τη συνέχεια της ή για να είμαστε πιο ακριβείς, την θέλουμε με τον εαυτό μας, τη θέλουμε με την σιωπή μας, που είμαστε βέβαιοι ότι θα μας καταλάβει. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά μου συμβαίνει. «Μην με ρωτήσεις τίποτα άλλο. Έχασα τις απαντήσεις μου. Μπορεί κάπου ίσως και να μου έπεσαν. Τι ήθελα; Τι πήρα; Τι πέτυχα; Τι προσπάθησα; Τι επιδίωξα; Τι κατάφερα; Τι έχω; Κομμάτια ευτυχίας. Κομμάτια ζωής. Όλα κομμάτια. Μια ζωή αναμενόμενη. Αφήνομαι σε μέρες να τριγυρνώ. Κομμάτια μου βρίσκω μέσα σε παλιές φωτογραφίες. Κι έτσι όσο περνά ο καιρός νομίζω πως περισσεύω σ’ ένα παρελθόν που απεγνωσμένα προσπάθησα να γίνει μέλλον».
Έχεις δίκιο. Και δεν έχεις, αλλά οι απαντήσεις, ακόμα και αν μπορούσες να τις ακούσεις, δεν θα ήταν αυτές που ήθελες. Για αυτό… έχεις δίκιο.

Αυτές οι ημιτελείς συζητήσεις, που έχουν ένα άδοξο φινάλε, να ξέρετε… συνεχίζονται για πολύ χρόνο ακόμα, συνεχίζονται για πολλά βράδια μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις, ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Το μόνο σίγουρο… κάποτε τελειώνουν με συμπεράσματα, που πέφτουν σαν ώριμα φρούτα, κάτω από μια επίπονη εσωτερική διαδικασία, δεν είναι αυτές, που θα έβγαιναν εκείνη την στιγμή, ούτε αυτές που φανταζόμαστε, είναι αυτές που γεννήθηκαν με φυσιολογικό τοκετό, χωρίς πιέσεις χωρίς ενδοιασμούς χωρίς θυμό.
Ας μην το συνεχίσουμε. Έχεις δίκιο

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Η φτώχεια είναι ντροπή!

Είναι ντροπή η φτώχεια; Η μεγαλύτερη και ας προσπαθούσαν τόσα χρόνια οι ελληνικές ταινίες να μας πείσουν περί του αντιθέτου. Η αλήθεια είναι ότι οι σεναριογράφοι φρόντιζαν να δώσουν την απαραίτητη αίγλη στους φτωχούς πρωταγωνιστές. Πάντα οι φτωχοί ήταν πιο όμορφοι από τους πλούσιους, οι άνδρες πλούσιοι, συνήθως ήταν φλούφληδες και οι γυναίκες κακές και κακομαθημένες. Ο έρωτας ανίκητος βασίλευε στο τέλος, αράδιαζε χαρούμενα παιδάκια και όλο και κάποια κληρονομιά, κάποιος θειος από την Αμερική, κάποιο λαχείο συμπλήρωνε την ευτυχία.
Μας την κρύβανε την φτώχεια και μας ψήνανε με τραγούδια και παρηγορητικά τσιτάτα του τύπου, «η φτώχεια δεν είναι ντροπή», «φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι», «τα λερωμένα άπλυτα». Πουθενά η ντροπή, μέχρι να έρθει ο Άκης Πάνου, να πει τα πράγματα με το όνομα τους. «Η φτώχεια που μας έχει γονατίσει τη νοιώθω μεγαλύτερη ντροπή».

Και σήμερα αυτή η ντροπή σκεπάζει μια ολόκληρη χώρα. Νέος εθνικός ύμνος είναι το παραπάνω τραγούδι. Ούτε ο Παρθενώνας ούτε η ιστορία η ένδοξη, μπορεί να σκεπάσουν την ντροπή μας. «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού τη τρομερή…» και κανένας δεν μας γνωρίζει κανένας δεν μας υπολήπτεται. Είμαστε φτωχοί και ντρεπόμαστε. Γιατί δεν μπορεί να μην ντρέπεται κανείς, όταν τρεις υπάλληλοι του Δ.Ν.Τ προσβάλουν μια ολόκληρη χώρα. Δεν μπορεί να μην ντρέπεται κανείς με την κυβέρνηση μας, που ετοιμάζεται να ξεπουλήσει ότι έχει απομένει.
Η φτώχεια που γονάτισε μια ολόκληρη χώρα, γίνεται ακόμα πιο σκληρή στις μικρές προσωπικές ιστορίες. Όλοι μαζί κάπως αντέχεται, αλλά ποτέ δεν είναι όλοι μαζί.
Κάθε μέρα κάθε βράδυ, πίσω από τις κλειστές πόρτες παίζονται μικρές τραγωδίες με την ντροπή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του πατέρα, που θέλει και δεν μπορεί.
Εκεί φωλιάζει η ντροπή σε αυτούς που πονάνε σ’ αυτούς που αισθάνονται, οι άλλοι που θα έπρεπε να ντρέπονται καμία ντροπή δεν τους πλησιάζει.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Τι θα έγραφε ο Ροΐδης αν ζούσε σήμερα;

Κάποιοι επικαλούνται τη νομιμότητα, άλλοι πάλι αναρωτιούνται τι είναι νόμιμο και τι παράνομο. Κάποιοι περισσότερο υπομονετικοί περιμένουν το σημερινό παράνομο με τη ψήφιση νέου νόμου να κηρυχθεί νόμιμο και το σημερινό νόμιμο, που θα πάει δεν θα αργήσει η ώρα, που θα να περάσει στη παρανομία. Σε μια εποχή χωρίς ιεροδικεία και ιερά εξέταση η λέξη «μεσαίωνας» έρχεται να μας αποδείξει ότι η δημοκρατία έχει αδιέξοδα. Ζούμε ένα μεσαίωνα νέου τύπου στις εργασιακές σχέσεις, στον πολιτισμό στην ενημέρωση. Οι ισχυροί σήμερα, μπορεί να μην φορούν ράσα, διαθέτουν όμως όλα εκείνα τα μέσα για να επιβάλλουν την δική τους βούληση. «Ο νόμος του ισχυρού», που λέμε…
Δεν πληρώνεις τα διόδια; Πέρασε αύριο από το κακουργιοδικείο. Το σημερινό πταίσμα μετατρέπεται αύριο σε κακούργημα και συ συνέχισε να κάνεις το μάγκα. Αν ζούσε σήμερα ο Ροΐδης, τι θα έγραφε για το σημερινό μεσαίωνα; Ένα μικρό απόσπασμα από τις «μάγισσες του μεσαίωνα», για να δείτε ότι μόνο ο δρόμος των μαγισσών μπορεί να μας ξεκολλήσει.
«Σ΄ αυτήν την κοιλάδα των δακρύων, όπως ονόμασαν οι θεολόγοι τον κόσμο, ούτε ένα βήμα δεν μπορεί να κάνει προς τα εμπρός η ανθρωπότητα, χωρίς να σκίσει τις σάρκες της επάνω στα αγκάθια του απάτητου ακόμα δρόμου. Ο Μεσαίωνας υπήρξε η εποχή της στασιμότητας και της ανανδρίας, που ο άνθρωπος την πέρασε ξεχνώντας το παρελθόν, υπομένοντας το παρόν και χωρίς να τολμά ούτε βήμα να προχωρήσει για να προϋπαντήσει ένα καλύτερο μέλλον. Μόνη της η Μάγισσα ούτε τη δόξα του παρελθόντος μπορούσε να ξεχάσει, ούτε να περιμένει ακίνητη, αλλά προχωρούσε πάντοτε, στρέφοντας κατά διαλείμματα πίσω το βλέμμα της, ώστε από τις αναμνήσεις της να αντλήσει θάρρος για τη συνέχιση της γλιστερής πορείας. Η Εκκλησία είχε γράψει επάνω στη σημαία της τη λέξη “ακινησία”, ενώ η Μάγισσα σήκωσε αντάρτικη σημαία, όπου διαβαζόταν η λέξη “Εμπρός”.»

«(…) Μια ημέρα, μια φτωχή χήρα είδε τα τρία της παιδιά να υποφέρουν από βήχα με σπασμούς. Τα δύο πρώτα οδηγήθηκαν στον ιερέα, ραντίστηκαν με αγιασμό … και πέθαναν στην αγκαλιά της. Απόμεινε το τρίτο, το μόνο πλάσμα πάνω στη γη που είχε πια για να αγαπά. Η δύστυχη γυναίκα, γονατισμένη εμπρός στο κρεβατάκι του αγαπημένου της, επικαλέστηκε για χάρη του όλους τους αγίους του χριστιανικού παραδείσου. Αλλά ο καταραμένος βήχας συνέχισε να αντηχεί απαίσια στα αφτιά της μητέρας. Μέσα στην απελπισία της (…) βγήκε ξυπόλητη από την καλύβα κατά τα μεσάνυχτα, και στρέφοντας ολόγυρα ανήσυχο το βλέμμα της, μάζεψε (…) άνθη και φύλλα από κάποιο κακόφημο φυτό, με άσχημη μυρωδιά, από το οποίο απομάκρυναν με φόβο οι βοσκοί τις κατσίκες τους.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, βούτηξε το ύποπτο βοτάνι σε ζεστό νερό, και ανακατεύοντάς το με μέλι, πρόσφερε το φάρμακο στο παιδάκι της που ανάσαινε με δυσκολία. Ο βήχας τότε σταμάτησε και ύπνος βαθύς έκλεισε τα βλέφαρα του αρρώστου κάτω από την επίδραση του σωτήριου φίλτρου, ενώ λίγες ημέρες αργότερα το παιδάκι έπαιζε εύθυμα κοντά στο κατώφλι της καλύβας – αλλά η δύστυχη μητέρα σάπιζε στα υπόγεια μοναστηριού. Γιατί κάποιος διάκος ή κωδωνοκρούστης, βγαίνοντας τα μεσάνυχτα από το καπηλειό ή το κρεβάτι πόρνης, είχε κατασκοπεύσει και καταγγείλει την δύστυχη ως φαρμακεύτρια μάγισσα. Μάταια ανέφερε η ταλαίπωρη, για να δικαιολογηθεί, τον θάνατο των δύο άλλων της παιδιών και τον κίνδυνο να πεθάνει εκείνο που επέζησε, τους φόβους και τη μητρική της απελπισία. Τα ρασοφόρα θηρία παρέμειναν ασυγκίνητα - αφού έκοψαν το ιερόσυλο χέρι και έσπασαν ένα προς ένα τα κόκκαλά της, έριξαν έπειτα τον άμορφο αυτό αιματοβαμμένο ανθρώπινο όγκο που βογκούσε στην πυρά. Τα πρακτικά των ιεροδικείων αποτελούν μια μεγάλη σειρά τόμων από φύλλα και κάθε φύλλο περιέχει μια τέτοια ιστορία.»
Η Εκκλησία τις αποκάλεσε «Μάγισσες», τις αφόρισε, τις βασάνισε, τις έκαιγε, επειδή παρέβαιναν το γράμμα του φωτός του αληθινού που μόνο από Αυτήν εκπορευόταν. Εκείνες με πυξίδα το ανθρωποκεντρικό προοδευτικό παρελθόν του Ιπποκράτη, διέσωσαν τις επιστημονικές γνώσεις, κι ας ονομάζονταν φίλτρα και μαγικά βότανα του Σατανά επί μια χιλιετία. Κι έτσι εξετράπη σταδιακά η μοίρα της ανθρωπότητας από το σκοτάδι του Μεσαίωνα.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Η γραφή δεν έχει κίνητρα ορατά

Απάντηση σε μια συχνή ερώτηση αναγνωστών.Το έγραψε η Ελένη στην στήλη της. «Τα κίνητρα της γραφής προσπάθησε να συγκέντρωση η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ στο βιβλίο της «Συνομιλώντας με τους νεκρούς» Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατονόμαστο. Για να κοροϊδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω.
Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή. Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για να σκοτώσω την ώρα μου.
Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά. Και τα… ευπώλητα, ίσως;»
Προσπαθώντας να απαντήσω στην ερώτηση «γιατί γράφω», ώστε να εντοπίσω και το δικό μου κίνητρο σε αυτή την καθημερινή διαδικασία της γραφής, διαπίστωσα ότι είναι πολλά τα κίνητρα. Κάθε μέρα δε, είναι και διαφορετικά. Αλλά και σαν αναγνώστης κινούμαι από διαφορετικές κατευθύνσεις. Σχεδόν όλα τα «Για» στο γιατί θα μπορούσαν να ήταν απαντήσεις δικές μου, ακόμα και αυτές που δεν περιποιούν τιμή.
Η γραφή και η ανάγνωση είναι μια διαδικασία σύνθετη, που έχει να κάνει με τις αδήριτες ανάγκες της ψυχής μας. Και αυτές είναι πολλές και διαφορετικές, δημιουργούνται δε, σε σχέση με το χρόνο και τα γεγονότα που για τον καθένα παίζουν και διαφορετικό ρόλο στη ζωή του
Γράφω γιατί είμαι ερωτευμένος. Γιατί δεν είμαι ερωτευμένος. Γιατί πονάω. Γιατί χαίρομαι. Για μένα και για τους άλλους για τους λίγους και για τους πολλούς. Για τους φίλους και τους εχθρούς. Για να ανασάνω σήμερα εγώ και να δώσω ανάσες από το περίσσευμα μου αύριο, σ’ αυτούς που τις χρειάζονται
Όλες οι απαντήσεις που πείρε η κ. Ατγουν, συνομιλώντας με τους νεκρούς συγγραφείς που αγάπησε, δικές ήταν τελικά. Γιατί η γραφή δεν έχει κίνητρα ορατά.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Πότε γιορτάζει ο έρωτας;

Αυτά τα πράγματα μια φορά γράφονται και δεν αλλάζουν, μπορεί κάθε φορά να κάνουμε τα ίδια λάθη, περί έρωτος όμως οι θέσεις παραμένουν σταθερές.
Χθες είχαμε του Άγιου Βαλεντίνου, έμαθα σήμερα. Δεν είναι που μεγαλώσαμε και αρχίζουμε να ξεχνάμε; Είναι που εκ πεποιθήσεως, διαφορετικά διαχειριστήκαμε, αυτό το υπέροχο συναίσθημα; Πως και ποτέ γιορτάζει ο ερωτάς; Σε ανύποπτο χρόνο και με τρόπο ξεχωριστό για τον καθένα. Δεν δικαιολογώ με τα παραπάνω, την χθεσινή απουσία.
Όχι δεν πιστεύουμε, σ΄ αυτούς τους αγίους εμπόρους, για να ακριβολογούμε δεν πιστεύουμε σε κανέναν άγιο. Στον άγιο έρωτα πιστεύουμε, μόνο που, δεν τον λένε Βαλεντίνο. Εμείς οι πιο παλιοί δίνουμε την ανάποδη μάχη. Προσπαθούμε να υπερασπιστούμε τα κομματάκια του εαυτού μας, που εκτιμούμε. Και ο έρωτας δεν χωράει σε κόκκινες χάρτινες καρδούλες.
Γιατί; Θέλει ψυχή ο έρωτας για να είναι αληθινός και το μέτρο στην προκειμένη περίπτωση είναι εκμαγείο του μετρίου.
«πίσω από τα μάτια μου κρυφά σε περιμένω» τραγουδάει η Δήμητρα Γαλανή περιμένοντας εκείνη τη μαγική στιγμή της ερωτικής ομολογίας που κανένας εισαγόμενος άγιος δεν μπορεί να ζωγραφίσει, ούτε καν να διανοηθεί. Τέτοιοι άγιοι είναι για τα άλλα, τα τυπικά, για το στάδιο της γυμναστικής.
Πίσω από τα μάτια μου κρυφά σε περιμένω, να ζήσουμε το όνειρο, περιμένοντας να δύσει ο ήλιος, να γίνουμε σκιές μες στο σκοτάδι, μήπως γίνουν ευκολότερα τα λόγια.
Χρειάζεται καθορισμένη ημερομηνία για να γιορτάσουν οι ερωτευμένοι;
Και οι άλλοι; Οι απογοητευμένοι, οι κουρασμένοι από τις μακροχρόνιες σχέσεις, οι προδομένοι, οι απασχολημένοι τι πρέπει να κάνουν την ημέρα της γιορτής;
Γι’ αυτό ξέχασα την χθεσινή ημέρα. Γιατί ο έρωτας δεν ξέρει από χρόνο, δεν χωράει σε χάρτινες καρδούλες, δεν περιορίζεται σε επετείους, ο έρωτας κινείτε ελευθέρα μες στης καρδιάς το αίμα.

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...