Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Το «σίγουρο» δεν υπήρξε για εμάς γοητευτικό

Ίσως και να μην έχουν μπει στη σειρά, οι λέξεις που θα ήθελα. Μπορεί να υπολογίστηκαν στο «Πριν», στο «Μετά» όμως στριμώχνονται βιαστικές σε ένα στόμα και αν τις αφήσεις, μπορεί να βγάλουνε κραυγές.
Ένα συνεχές. ό,τι θυμόμαστε, ό,τι ζήσαμε, ό,τι νομίζουμε πως θυμόμαστε, ό,τι έχουμε ανάγκη, τόσο που να το ζούμε ξανά και ξανά.
«Ανάσκελα στην άμμο /τα μάτια όπου και να κοιτάξουνε γαλάζιο /χίλια χρώματα ο Ήλιος μέσα από ένα δάκρυ φαίνεται/Απαλή μουσική των κυμάτων ήχος/ και ένα καράβι χάρτινο μου φαίνεται»
«Χάρτινο είναι το Καράβι». Και τότε όλα γίνονται αθώα και μεταφέροντα χρόνια πίσω, στο μυαλό ενός παιδιού.


Και όμως ο επίλογος γράφτηκε μαζί με τον πρόλογο. Όμως και πάλι πλήγωσε. Αυτά τα «Πριν» και τα «Μετά» κείμενα, με αφορμή το χρόνο, ζέσταμα είναι για να μη “πιάσει κράμπα τη ψυχή και τα φτύσει στο πρώτο κατοστάρι”. Είναι μεγάλη η απόσταση βλέπεις…
Σε αυτό το διάστημα της προθέρμανσης λοιπόν, λίγο πριν δοθεί το σήμα του αφέτη, βυθίζομαι σε μια επιλεγμένη σιωπή. Παλεύω με τις λέξεις, με τις φωνές τους, με την εφηβεία τους, που βιάζεται να αποδώσει δικαιοσύνη. Διαδικασία επώδυνη.
Ό,τι γυρίζω στα ίδια είναι γνωστό και καταγεγραμμένο. Όμως αλλιώς τα κοιτάω κάθε φορά. Σαν παιγνίδι του μυαλού να το εκλάβετε. Ψυχοφθόρο όμως. Και μη νομίζετε ότι μας σώζει η σιγουριά της σιωπής. Ποτέ άλλωστε δεν περιμέναμε να μιλήσουμε με το δικηγόρο μας. Το «σίγουρο» δεν υπήρξε για εμάς γοητευτικό, γι’ αυτό άλλωστε και μια ζωή κομμάτια. Τίποτα ολόκληρο. Μόνο εμείς μείναμε ολόκληροι, με τα «θέλω» να μας βασανίζουν. Τη στέρηση μπροστά σε κάθε λέξη βάζουμε. Άηχη. Για τα μικρά μιας ζωής, αλλά και τα μεγάλα.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Πέρα από τη μοναξιά, σε “θερινό”

Η “Ριβιέρα” παίζει “ Πέρα από τη μοναξιά”. Μια επανάληψη σε θερινό, έχει άλλη αξία.  «Μοναξιά είναι να μην υπάρχουν άνθρωποι να επικοινωνείς μαζί τους σε οποιοδήποτε επίπεδο. Μοναχικότητα είναι να μην υπάρχει κάποιος να επικοινωνήσεις μαζί του στο δικό σου επίπεδο γνωστικής ικανότητας και συναισθηματικής αντίληψης.» (Συμφώνως  προς τον δρ. Μ. Σκοτ Πεκ)
Σίγουρα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, αν ξέραμε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Θα ήταν διαφορετικές οι κοινωνίες,  αν οι  λέξεις συγγένευαν με το νόημα τους. Δεν χρειάζεται τεκμηρίωση για να στηρίξουμε το αυτονόητο.    
Το παραπάνω γενικώς.   Από εδώ αρχίσει ο προσωπικός Γολγοθάς του καθένα μας. Οι μοναχικές πορείες, με φτερά ή με σιδερόμπαλες στα πόδια.  Γιατί τελικά όλα στο μυαλό μας είναι, αν θέλουμε να ζήσουμε στη ζέστη και στην υγρασία, θα το κατορθώσουμε και ας φυσάει έξω ο βοριάς…


Σ’  αυτήν την προσπάθεια κάποιοι, μεγαλώνουν την απόσταση, απομακρύνονται από το πλήθος,   πετούν και χάνονται…  Διάβασα κάπου ότι μερικοί άνθρωποι, πνίγονται από τα πολλά χαρίσματα τους, γιατί είναι παράταιροι και παράκαιροι και μέσα  και  έξω. Έξω γιατί δεν συμβαδίζουν με την εποχή τους. Μέσα, γιατί δεν ξέρουν να διαχειριστούν όλη αυτή τη δύναμη που διαθέτουν και  δεν την αναγνωρίζουν, διότι δεν τη διαβάζουν στα μάτια των άλλων. Των άλλων τη μίζερη ζωή.
Εξάλλου αυτό που μετράει εν τέλει τις αντοχές μας και τις προκοπές μας, είναι η συναισθηματική μας νοημοσύνη και η πειθαρχημένη της δύναμη. Πειθαρχία που οι έχοντες τα χαρίσματα, ούτε που θέλουν ν’ ακούν στα αυτιά  τους. Έτσι πολλά αντικρίζουν και τυφλώνονται. Δικές τους  αλήθειες καθιερώνουν και προσκρούουν στα κοινωνικά στεγανά.
Η ιστορία, μας έχει διδάξει ότι όλοι αυτοί στην εποχή τους έμειναν καταραμένοι, περιθωριακοί, οριακές προσωπικότητες, μόνοι, δυσβάσταχτοι για όλους τους άλλους. Κατόπιν βέβαια γίνανε αθάνατοι.
Γιατί όλοι αγαπούν την όπερα, κανείς την πριμαντόνα. Όλοι αγαπούν την ποίηση κανείς τον ποιητή. Όλοι αγαπούν την μουσική, αλλά ο συνθέτης τις νύχτες ουρλιάζει μόνος. Γιατί είναι η μοναχικότητα πιο πέρα  κι απ’  τη μοναξιά.


Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Για να αντέξω

Τα πιο όμορφα, τα πιο σπουδαία, τα μαγικά της ζωής δεν βρίσκονται στα παραμύθια. Εδώ πλάι μας μας είναι, μπροστά στα μάτια μας, σε απόσταση μιας αγκαλιάς.
Υπάρχουν μέρες που δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω, η απογοήτευση μεγαλώνει όταν η αλληλουχία των προβλημάτων δεν σου επιτρέπει να επικεντρωθείς σε κάποιο μέτωπο. Ευάλωτοι από παντού με τα νώτα ακάλυπτα συμμετέχουμε σε μια κατάσταση πανικού.
Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια. Θα κρυφτώ πίσω από τον ανεμιστήρα. Εδώ κουμαντάρω το θύμο μου και το λίγο παράπονο που προσπαθεί να μου ξεφύγει.
Έχουν μαζευτεί πολλά όπως τα σκουπίδια που μας πνίγουν και τότε δεν μπορείς να ξεφορτωθείς από πάνω σου άλλη μια σακούλα ευθύνης, γιατί αυτό που θα πετύχεις είναι να μεγαλώσεις ακόμα περισσότερο το ψηλό βουνό των προβλημάτων, που απειλεί να μας πλακώσει.
Να πάρουμε τις ευθύνες μας, ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί. Μήπως και αναστήσουμε, αυτόν τον τόπο που μας γέννησε και μας ανέχεται ακόμα.

Θα συνεχίσω με τα καλοκαίρια, περπατώντας σε κείνη τη μαγική διαδρομή με πέδιλα παιδικά για να αντέξω. Θα συνεχίσω τη διαδρομή, στην Οδό Ονείρων, με την βεβαιότητα ότι οι λέξεις δεν θα μπορέσουν να αποτυπώσουν το όνειρο.
Θα συνεχίσω, όμως ρίχνοντας λάδι στην φωτιά της ψυχή μου, που
το έχει ανάγκη.
Ο δικός μου δρόμος
τα καλοκαίρια, είχε πόρτες ανοιχτές, φωνές, χαρές, αστεία χωρίς παρεξηγήσεις, Α! είχε και παγωτατζή με το ποδήλατο, είχε αρώματα από φρέσκο ψωμί, από καθαρό χώμα από τριανταφυλώνες και νεραντζιές, από γιασεμί και καμέλιες. Είχε τις γυναίκες στα πεζούλια να γνέθουν και να πλέκουν. Είχε καραγκιόζη πίσω από το άσπρο σεντόνι. Είχε πολλά παιδιά που έπαιζαν χωρίς παιγνίδια. Είχε γλέντια και χορούς και μουσική, πολύ μουσική, κατά τύχη ήταν η ίδια μουσική που ακούγονταν και στην « Οδό Ονείρων». Ο δικός μου δρόμος είχε Έρωτες Θεούς να μας συντροφεύουν και να μας σημαδεύουν με γλυκές πλέον αναμνήσεις.
Είχε και εικόνες που θυμάμαι μόνο, όταν κάποιο σημερινό απομεινάρι μου τις θυμίσει.


Το καλοκαίρι είναι μια εποχή, δεν είναι διαρκής συνθήκη”, γράφει ο Νίκος Ξυδάκης “ είναι και υλικότητα εκτός από μεταφυσική. Μαζί με την παρηγοριά φέρνει και γνώση: μας κάνει να ξαναδούμε τον τόπο, τους ανθρώπους, ασυνάρτητα τοπία και αντινομίες, κακίες και λανθάνοντες θησαυρούς. Μας φέρνει στην επίνοια: ότι ο πλούτος που χάθηκε είναι πάντα μπροστά μας, και θα μας ξαναδοθεί εν ετέρα μορφή, με εργασία και σκέψη, με αλήθεια, με συμπόνια για τον ίδιο μας τον εαυτό.
[Κι οι μέρες αργοσταλάζουν. Το αστικό θέρος εξουθενώνει και επιβραδύνει, τσιτώνει τις αισθήσεις, ωθεί στην αναδίπλωση και την ενδοβολή, και ταυτοχρόνως με μια σπρωξιά σε πετάει έξω: να ιερουργείς με βότκες παγωμένες, ιδρωκοπώντας ασκόπως πάνω σε απώλειες και νοσταλγίες αλλοτινών καλοκαιριών, να εξοκέλλεις (ασκόπως, πάντα ασκόπως) αλκοολούχος σε ημίφωτα, να κουτρουβαλάς σε ζεσταμένους δρόμους εξάρχειους, θερισμένος.Κι αργοσταλάζει η νύχτα, μία τεράστια, ενωμένες όλες οι σύντομες νυχτιές σε μία· με φίλους σποραδικούς, σε αποσπασματικά τραπέζια, με κορωμένες κουβέντες, και πολύσημους ψίθυρους.]



















Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Το καλοκαίρι θα μας σώσει από τους φόβους μας

Τα σημάδια που αφήνω σ’ αυτή τη  διαδρομή, είναι υποσχέσεις επιστροφής. Ημιτελείς σκέψεις, που χρειάζονται συμπλήρωμα. Κάποιες,  δεν θα ολοκληρωθούν ποτέ. Και δεν  θα ολοκληρωθούν γιατί ενώ φτάνεις στον επίλογο, μια αναπάντεχη λέξη έρχεται να σου υπενθυμίσει, ότι αυτό που εσύ νομίζεις τέλος είναι ακόμα μια αρχή.  
Καμιά πραγματικότητα  δεν είναι ικανή να αντισταθεί στις εμμονές μας. Και αν αξίζει κάτι για να τη ζήσεις  αυτή τη ζωή, είναι η δυνατότητα να παίξεις με τους φόβους σου, να τα παίξεις όλα για όλα. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πετάξει τη ζωή του στα σκουπίδια για να βολέψει την δική του συνείδηση.
Έκτισα τοίχο απ’ αυτούς που δεν έχουν αυτιά, να μην ακούω τα νέα τα παλιά. Ταξίδεψα εκεί που ξεκουράζεται η ψυχή. Για να αντέξει. Κάθε μέρα κι ένα σενάριο καταστροφής παραλύει την ραχοκοκκαλιά σου. Πώς να αντέξεις, αν δεν φύγεις. Πως να αντέξεις αν δεν ονειρευτείς. Πώς να κρατηθείς αν δεν επαναφέρεις τα παιδικά σου «Θέλω» και δεν βάλεις πλώρη για τα ανεκπλήρωτα; «Το καλοκαίρι θα μας σώσει» ενθυμούμενοι άλλα καλοκαίρια, έγραφε παλαιοτέρα  ο Νίκος Ξυδάκης. «Το καλοκαίρι θα μας σώσει. Όχι με ευρωομόλογα, κουρέματα και ενέσεις. Το καλοκαίρι υπόσχεται να μας σώσει από τους μαυρισμένους εαυτούς μας, να μας φωτίσει, να μας κάψει λυτρωτικά με το φως του, να μας αγκαλιάσει στα νερά του, να μας βυθίσει στα παιδικάτα και να μας απιθώσει παρηγορητικά στη μακρά διάρκεια, σμίγοντάς μας με τη φύση σαν ύπαρξη και όχι σαν θέαμα, να μας συμφιλιώσει με τον τόπο, την ιστορία και τον κληρονόμο εαυτό μας, να μας πάρει το στεναγμό και το φόβο.

Πώς να κρατηθείς χωρίς τα περασμένα καλοκαίρια, πώς να το ζήσεις το φετινό χωρίς τη μνήμη. Αυτές οι μνήμες μας κρατάνε και όλα αυτά τα ιδεατά που πιστέψαμε, μην τα ξεχνάμε τώρα».
Το καλοκαίρι φεύγει και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και άλλο βάρος. Να φύγουμε από το σκοτάδι,  να εκμεταλλευτούμε αυτόν το γρήγορο χρόνο του καλοκαιριού που απομένει, να μαλακώσει η ψυχή μας, να ανακουφίσουμε τα νεύρα μας. Να βγούμε στο φως.  
«Και πόσο ανάγκη την έχουμε την καλοσύνη που σταλάζει στις φλέβες το θέρος…  Πρώτα απ’ όλα μήπως και αποσυμπιεστεί η οργή, το μίσος που χύνεται από κάθε πλευρά και έχει θολώσει κρίση, νου και βλέμμα».
Στο καλοκαίρι που απομένει, να τρέξουμε  για δυνάμεις... που θα μας χρειαστούν.  

Να ένα δημιουργικό παιχνίδι

Με αφορμή την σύλληψη μαθητών και το σχηματισμό δικογραφίας εναντίον τους από την αστυνομία, για τις κινητοποιήσεις τους, κατά των ιδιωτικών...